- ενδοιαστός
- ἐνδοιαστός, -ή, -όν (Α)αμφίβολος, αβέβαιος.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἐνδοιαστόν — ἐνδοιαστός doubtful masc acc sg ἐνδοιαστός doubtful neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐνδοιαστοῖσιν — ἐνδοιαστός doubtful masc/neut dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐνδοιαστοί — ἐνδοιαστός doubtful masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐνδοιαστῶς — ἐνδοιαστός doubtful adverbial … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐνδοιαστά — ἐνδοιαστά̱ , ἐνδοιαστής doubter masc nom/voc/acc dual ἐνδοιαστής doubter masc voc sg ἐνδοιαστής doubter masc nom sg (epic) ἐνδοιαστός doubtful neut nom/voc/acc pl ἐνδοιαστά̱ , ἐνδοιαστός doubtful fem nom/voc/acc dual ἐνδοιαστά̱ , ἐνδοιαστός… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐνδοιαστῶν — ἐνδοιαστής doubter masc gen pl ἐνδοιαστός doubtful fem gen pl ἐνδοιαστός doubtful masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐνδοιασταί — ἐνδοιαστής doubter masc nom/voc pl ἐνδοιαστός doubtful fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐνδοιαστάς — ἐνδοιαστά̱ς , ἐνδοιαστής doubter masc acc pl ἐνδοιαστά̱ς , ἐνδοιαστής doubter masc nom sg (epic doric aeolic) ἐνδοιαστά̱ς , ἐνδοιαστός doubtful fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)